- ἔλλεσχος
- ἔλλεσχος, ον,A talked of in the λέσχαι, commonly talked of, Hdt.1.153.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έλλεσχος — ἔλλεσχος, ον (Α) αυτός που αποτελεί θέμα συζητήσεως στις λέσχες … Dictionary of Greek
ἔλλεσχα — ἔλλεσχος talked of in the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek